- διγενής
- Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο.
1. Ανδρέας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των ιδεωδών της. Στη διάρκεια του Αγώνα μερίμνησε για τον εφοδιασμό της Πελοποννήσου και του Μεσολογγίου.
2. Γεώργιος. Σκοτώθηκε σε μάχη στα Δολιανά.
3. Ιωσήφ. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.
* * *-ές (ΜΝ) και δίγενος, -η, -ο1. ερμαφρόδιτος, αρσενικοθήλυκος2. αυτός που κατάγεται από δύο γένη, εθνότητες3. το ουδ. ως ουσ. το διγενέςη ιδιότητα τού διγενούς («τὸ διγενὲς τῶν τε θεαινῶν καὶ τῶν ἐν αὐταῑς ἀρρένων», Ευστ.)4. γραμμ. α) (για ουσιαστικά) αυτά που αναφέρονται και στα δύο φυσικά γένηβ) (για επίθετα) αυτά που έχουν την ίδια κατάληξη και για τα δύο φυσικά γένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -γενής < γένος].
Dictionary of Greek. 2013.